- ἐξετεχνήσαντο
- ἐκ-τεχνάομαιmake by artaor ind mp 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτεχνώμαι — ἐκτεχνῶμαι ( άομαι) (Α) επινοώ τέχνασμα, μηχανεύομαι («τοιόνδε τι ἐξετεχνήσαντο» επινόησαν αυτό το τέχνασμα, Θουκ.) … Dictionary of Greek